-
1 ликвидация
-
2 ликвидация
ликвид||а́цияж ἡ ἐκκαθάριση[ς], ἡ ἐξάλειψη [-ις]:\ликвидацияация неграмотности ἡ ἐξάλειψη τής ἀγραμματωσύνης. -
3 устранение
устранениес I. (ликвидация) ἡ ἐξάλειψη, ἡ ἄρση [-ις]:\устранение недостатков ἡ ἐξάλειψη τῶν ἀδυναμιών \устранение помех ἡ ἄρση τών ἐμποδίων2. (от должности) ἡ ἀπο-μάκρυνση [-ις], ἡ παύση [-ις], ἡ ἀπόλυση. -
4 выведение
-я ουδ.1. εξαγωγή, βγάλσιμο, εξάλειψη•выведение пятен το βγάλσιμο των λεκέδων.
2. διαγραφή.3. μετοίκηση.4. αλλαγή. || συμπέρασμα.5. παραγωγή• εκκόλαψη. || δημιουργία ράτσας ζώων.6. ανέγερση, οικοδόμηση, χτίσιμο.7. εξάλειψη, καταστροφή, εξολόθρευση.8. εξαγωγή (πορίσματος, τετραγ. ρίζας κ.τ.τ.). || εξαγωγή, βγάλσιμο, μετάπτωση•выведение спутника на орбиту το βγάλσιμο του σπούτνικ στην τροχιά.
-
5 отмирание
-я ουδ.απονέκρωση, ξήρανση•отмирание деревьев происходит от вершин η ξήρανση των δέντρων αρχίζει από τις κορυφές.
|| μτφ. εξάλειψη, εξαφάνιση κατάργηση, βαθμιαίος θάνατος σβήσιμο•отмирание государства βαθμιαία εξάλειψη του κράτους (θεωρία του Καουτσκι).
-
6 устранение
-я ουδ.1. απομάκρυνση, άρση, αφαίρεση• εξάλειψη•устранение препятствий άρση των εμποδίων•
επιδιόρθωση, θεραπεία•устранение аварии θεραπεία βλάβης.
2. απομάκρυνση (από κατεχόμενη θέση), αποβολή• διώξιμο, απόλυση. -
7 устранение
1. (удаление откуда-л., изъятие) η εξάλειψη, η απομάκρυνση, η άρση, η αφαίρεση, η εξαγωγή, η εξουδετέρωση· - девиации компаса - απόκλισης της πυξίδας 2. (отстранение от исполнения обязанностей, от дела, увольнение) η απομάκρυνση, η απόλυσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > устранение
-
8 устранение
[ουστρανιένιιε] ουσ. ο. εξάλειψη -
9 устранение
[ουστρανιένιιε] ουσ ο εξάλειψη -
10 выклинивание
-я ουδ.αποσφήνωση (βαθμιαία εξάλειψη των εδιάμεσων υλών στα γεωλογικά στρώματα). -
11 заметание
-я ουδ.1. σκούπισμα, σάρωμα.2. κάλυψη, σκέπασμα (με χιόνι,άμμο κ.τ.τ.).3. μτφ. εξάλειψη ίχνους μαρτυρίας. -
12 зачёркивание
-я ουδ.διαγραφή, εξάλειψη, σβήσιμο. -
13 изживание
-я ουδ.εξάλειψη• ξερίζωμα α-πάλλαξη υπερνίκηση. -
14 ликбез
-а α.1. εξάλειψη αγραμματοσύνης.2. σχολείο αγραμμάτων. -
15 ликвидация
-и θ.1. διάλυση•ликвидация треста διάλυση της εταιρείας.
2. εκκαθάριση• εξάλειψη, εξαφάνιση. -
16 ликвидирование
-я ουδ.διάλυση• εξάλειψη• εκκαθάριση. -
17 облитерация
-и θ. (ιατρ.) εξαφάνιση, εξάλειψη, απόσβεση. -
18 погасание
-я ουδ.σβέση, σβήσιμο, κατάσβεση•погасание огня σβήσιμο της φωτιάς.
|| μτφ. εξάλειψη, απάλειψη, απόσβεση•комиссия -я долгов επιτροπή απόσβεσης χρεών.
-
19 погашение
-я ουδ.απόσβεση• εξάλειψη, απάλειψη•погашение долгов απόσβεση των χρεών.
-
20 про...
I.ρηματικό πρόθεμα• δια• με σημ.:1. ενέργεια δια μέσου: просеять, протечь.2. διάνοιξη (οπής, σχισμής κ.τ.τ.): прорубить, прорезать.3. κίνηση πλησίον από κάτι: проехать, пробежать,4. ολοκλήρωση της ενέργειας: пропеть.5. τέλος της ενέργειας σε ένα χρονικό διάστημα: проработал семь часов εργάστηκα ένα εφτάωρο•просидел у соседей всю ночь κάθησα στο γείτονα όλη τη νύχτα προ•
-спал до вечера κοιμήθηκα ώσπου βράδιασε.
6. πλήρη ενέργεια (εντελώς): проварить, прогреть.7. πλήρη ικανοποίηση ανάγκης ή εξάλειψη αιτιών: прокашляться, проспаться.8. ενέργεια που επέφερε βλάβη: прозевать, просчитаться.9. φανέρωση, αποκά.λυψη: проболтать.II.Χρησιμοποιείται για σχηματισμό ουσιαστικών με σημ. μερικής εμφάνισης ή ύπαρξης: прозелень.III.Χρησιμοποιείται για σχηματισμό ουσιαστικών με σημ.: οπαδός, υποστηριχτής• διαποτισμένος με, βαμμένος•профашист βαμμένος φασίστας.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εξάλειψη — η (AM ἐξάλειψις) [εξαλείφω] απάλειψη, εξαφάνιση («χαῑρε ἐξάλειψις πονηρών δαιμόνων» «ἐξάλειψη παθῶν») αρχ. επικάλυψη, σοβάντισμα … Dictionary of Greek
εξάλειψη — η απάλειψη, απόσβεση, εξαφάνιση, διαγραφή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξαλείψῃ — ἐξαλείψηι , ἐξάλειψις whitewashing fem dat sg (epic) ἐξαλείφω plaster aor subj mid 2nd sg ἐξαλείφω plaster aor subj act 3rd sg ἐξαλείφω plaster fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξομολόγηση — Θρησκευτική πράξη, που σκοπεύει στην εξάλειψη της αμαρτίας ή του σφάλματος. Συναντάται σε τελείως διαφορετικές εποχές (αρχαίους, σύγχρονους και πρωτόγονους πολιτισμούς) και με τις πιο ποικίλες μορφές. Η ε. μπορεί να τελεστεί δημόσια είτε ιδιωτικά … Dictionary of Greek
ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
ανεργία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος που, ενώ θέλει και είναι ικανός να εργαστεί, ωστόσο δεν βρίσκει δουλειά. Παρότι, όταν γίνεται λόγος για α., εννοούμε κυρίως την α. των εργατών, των υπαλλήλων ή άλλων μισθωτών, στην οικονομική ζωή μπορεί να… … Dictionary of Greek
αντιστάθμιση — Στην τεχνολογία, α. ονομάζεται μια διαδικασία ή διάταξη (αντισταθμιστική) με την οποία επιδιώκεται η εξάλειψη συγκεκριμένης ενέργειας που δεν είναι επιθυμητή. Η λειτουργία πολλών οργάνων και συσκευών αλλοιώνεται για παράδειγμα, από τις… … Dictionary of Greek
αποκοπή — Α. αποκαλείται στη γλωσσολογία η μη προφορά ενός γράμματος μιας λέξης, από αφρόντιστη άρθρωση. Η πιο συχνή περίπτωση α. είναι η πτώση του τελικού φωνήεντος ορισμένων προθέσεων. Στα αρχαία ελληνικά, η α. ήταν χαρακτηριστική κυρίως της δωρικής και… … Dictionary of Greek
διόρθωση — η (AM διόρθωσις) [διορθώ] 1. επαναφορά στο σωστό, αποκατάσταση 2. εξάλειψη τών λαθών εντύπου ή γραπτού νεοελλ. 1. βελτίωση, καλυτέρευση, διαρρύθμιση 2. το γραπτό ή έντυπο κείμενο για τον έλεγχο και την αποκατάσταση τών σφαλμάτων 3. στρατ. τα… … Dictionary of Greek
αλοιφή — η (Α ἀλοιφή) 1. αυτό με το οποίο αλείφει ή αλείφεται κάποιος, επίχρισμα 2. φαρμακευτικό παρασκεύασμα από λίπος και άλλες ουσίες, που χρησιμεύει για την επάλειψη τού σώματος, για θεραπευτικούς ή καλλωπιστικούς σκοπούς 3. μίγμα χρήσιμο για γάνωμα,… … Dictionary of Greek